- ἐρίκτυπον
- ἐρίκτυποςloud-soundingmasc/fem acc sgἐρίκτυποςloud-soundingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερίκτυπος — ἐρίκτυπος, ον (Α) αυτός που κάνει μεγάλο κτύπο, κρότο («ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κτύπος] … Dictionary of Greek